- ἀνυπερθεσία
- ἀνυπερθε-σία, ἡ,A immediateness, haste, Aq.Ps.7.7 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνυπερθεσίᾳ — ἀνυπερθεσίᾱͅ , ἀνυπερθεσία immediateness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανυπερθεσία — ἀνυπερθεσία, η (Α) αμεσότητα, βιασύνη στην εκτέλεση πράξης, το να γίνεται κάτι χωρίς αναβολή … Dictionary of Greek
ἀνυπερθεσίαις — ἀνυπερθεσία immediateness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)